-
1 καιρός
καιρός, ὁ,A due measure, proportion, fitness (not in Hom.), καιρὸς δ' ἐπὶ πᾶσιν ἄριστος (which became a prov.) Hes.Op. 694, Thgn. 401;κ. παντὸς ἔχει κορυφάν Pi.P.9.78
;κ. Χάριτος A.Ag. 787
(anap.) (cf.ὑποκάμπτω 11
); εἰ ὁ κ. ἦν σαφής the distinction, the point, E.Hipp. 386; ἡ ἀπορία ἔχει τινὰ κ. has some point or importance, Arist. Metaph. 1043b25; καιροῦ πέρα beyond measure, unduly, A.Pr. 507;μείζων τοῦ κ. γαστήρ X.Smp.2.19
;καιροῦ μεῖζον E.Fr. 626
codd.; προσωτέρω or πορρωτέρω τοῦ κ., X.An.4.3.34, HG7.5.13; ὀξύτερα τοῦ κ. Pl.Plt. 307b; νωθεστέρα τοῦ κ. ib. 310e; ὑπερβάλλων τῇ φιλοτιμίᾳ τὸν κ. Plu.Ages.8, cf. Hp.Loc.Hom.44.II of Place, vital part of the body (cf.καίριος 1
),ἐς καιρὸν τυπείς E.Andr. 1120
.III more freq. of Time, exact or critical time, season, opportunity, Χρόνου κ. S.El. 1292: usu. alone, κ. [ ἐστιν] ἐν ᾧ Χρόνος οὐ πολὺς κτλ. Hp. Praec.<*>, cf. Chrysipp. et Archig. ap. Daremberg Notices etextr. des MSS. médicaux 1p.200;κ. ὀξύς Hp.Aph.1.1
; κ. πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει 'time and tide wait for no man', Pi.P.4.286; κ. ὄλβου, = καίριος ὄλβος, Id.N.7.58; δηλοῦν, ὅ τι περ δύναται κ. Ar.Ec. 576 codd. (sed leg. δύνασαι) ; τίνα κ. τοῦ παρόντος βελτίω ζητεῖτε; D.3.16; κ. δόσιος for giving, Hp.Acut.20; κ. τοῦ ποτισμοῦ, τῆς τρύγης, BGU1003.12 (iii B. C.), PStrassb.1.8 (V A. D.);τὰ ἐκ τοῦ κ. προγινόμενα Plb.6.32.3
; καιρὸν παριέναι to let the time go by, Th.4.27 (so in pl.,τοὺς κ. παριέναι Pl.R. 374c
;τοὺς κ. ὑφαιρεῖσθαι Aeschin.3.66
);κ. τῶν πραγμάτων τοῖς ἐναντίοις καθυφιέναι καὶ προδοῦναι D.19.6
; καιροῦ ([etym.] τοῦ κ.) , Pl.Lg. 687a, Men.Mon. 281;καιρὸν εἰληφέναι Lys.13.6
(butκαιρὸς ἐλάμβανε Th.2.34
; cf.καιροῦ διδόντος Lib.Or.45.7
);καιροῦ λαβέσθαι Luc.Tim.13
;καιρὸν ἁρπάσαι Plu.Phil.15
;κ. τηρεῖν Arist.Rh. 1382b11
;καιρῷ Χρήσασθαι Plu.Pyrrh.7
; καιρῷ Χειμῶνος ξυλλαβέσθαι co-operate with the occurrence of a storm, Pl.Lg. 709c; ἔχει κ. τι it happens in season, Th.1.42, etc.; κ. ἔχειν τοῦ εὖ οἰκεῖν to be the chief cause of.., Pl.R. 421a;ὑμέας καιρός ἐστι προβοηθῆσαι Hdt.8.144
, cf. A.Pr. 523, etc.;νῦν κ. ἔρδειν S.El. 1368
: sts. c. Art.,ἀλλ' ἔσθ' ὁ κ... ξένους.. τυγχάνειν τὰ πρόσφορα A.Ch. 710
;ὁ κ. ἐστι μὴ μέλλειν ἔτι Ar. Th. 661
, cf.Pl. 255.b adverbial phrases, ἐς καιρόν in season, Hdt. 7.144, E.Tr. 744, etc.;ἐς κ. ἐπείγεσθαι Hdt.4.139
; ἐς αὐτὸν κ. S.Aj. 1168; εἰς δέοντα κ. Men.Sam. 294; , Th.4.59, etc.;ἐν κ. τινί Pl.Cri. 44a
;ἐπὶ καιροῦ D.19.258
, 20.90, etc.;κατὰ καιρόν Pi.I.2.22
;ὥς οἱ κατὰ κ. ἦν Hdt.1.30
(but also οἱ κατὰ κ. ἡγεμόνες in office at the time, BGU15.10 (ii A. D.), etc.); παρὰ τῷ ἐντυχόντι αἰεὶ καὶ λόγου καὶ ἔργου κ. Th.2.43;πρὸς καιρόν S.Aj.38
, Tr.59, etc.;σὺν καιρῷ Plb.2.38.7
: without Preps., ; καιρόν, abs., S.Aj.34, E.Fr.495.9 (in [comp] Comp. form καιρότερον, Achae.49); κ. γὰρ οὐδὲν ἦλθες E Hel.479; opp. ἀπὸ καιροῦ out of season, Pl.Tht. 187e;ἄνευ καιροῦ Id.Ep. 339d
;παρὰ καιρόν Pi.O.8.24
, E.IA8co (lyr.), Pl. Plt. 277a; πρὸ καιροῦ prematurely, A.Ag. 365 (anap.); ἐπὶ καιροῦ also means on the spur of the moment,ἐπὶ κ. λέγειν Plu.Dem.8
, cf. Art.5;ἐξενεγκεῖν πόλεμον Id.Ant.6
.2 season, πᾶσιν καιροῖς at all seasons of the year, IG14.1018, cf. LXX Ge.1.14, Ph.1.13, Porph. ap. Eus.PE3.11; κ. ἔτους, later Gr. for [dialect] Att. ὥρα ἔτους, acc. to Moer.424; time of day, Philostr.VA6.14.3 generally, time, period,κατὰ τὸν κ. τοῦτον Plb.27.1.7
; , al.: more freq. in pl., κατὰ τούτους τοὺς κ. Arist.Ath.23.2, al., cf. Plb.2.39.1; τὰ κατὰ καιρούς chronological sequence of events, Id.5.33.5; ἐν τοῖς πάλαι, ἐντοῖς μεταξὺ κ., Phld.Rh.1.28,363 S.4 in pl., οἱ καιροί the times, i. e. the state of affairs, freq. in bad sense, ἐν τοῖς μεγίστοις κ. at the most critical times, X.HG6.5.33, cf. D.20.44;περιστάντων τῇ πόλει κ. δυσκόλων IG22.682.33
, etc.: also in sg., X.An.3.1.44, D.17.9; ὁ ἔσχατος κ. extreme danger, Plb.29.27.12, etc.;καιρῷ δουλεύειν AP9.441
(Pall.).IV advantage, profit, τινος of or from a thing, Pi.O.2.54, P.1.57; εἴ τοι ἐς κ. ἔσται ταῦτα τελεόμενα to his advantage, Hdt.1.206; ἐπὶ σῷ κ. S.Ph. 151 (lyr.); τίνα κ. με διδάσκεις; A.Supp. 1060 (lyr.); τί σοι καιρὸς.. καταλείβειν; what avails it..? E.Andr. 131 (lyr.); τίνος εἵνεκα καιροῦ; D.23.182; οὗ κ. εἴη where it was convenient or advantageous, Th.4.54; ᾗ κ. ἦν ib.90; Χωρίον μετὰ μεγίστων κ. οἰκειοῦταί τε καὶ πολεμοῦται with the greatest odds, the most critical results, Id.1.36.V Pythag. name for seven, Theol.Ar. 44. -
2 αρπαζω
1) хватать(λᾶαν Hom.; δόρυ Aesch.; μάχαιραν Xen.)
ἁρπάσαι τινὰ μέσον Her. — схватить кого-л. поперек тела;ἁ. τινὰ τένοντος ποδός Eur. — схватить кого-л. за пятку;ἁρπάσασθαί τινα Luc. — обхватить кого-л.;2) похищать(κλέψαι καὴ ἁρπάσαι βίᾳ Soph.; τέν θυγατέρα τινός Her.; κόρην Plut.)
; уносить(πόντονδέ τινα Hom.)
3) захватывать(χώραν Xen.; πλεονεξίαν Plut.)
4) присваивать5) грабить(πόλεις Thuc.; τινά Xen.)
-
3 ἁρπάζω
ἁρπάζω hastig ergreifen, aufraffen, wegraffen, rauben; ἁρπάζοντε Iliad. 5, 556; ἁρπάξων 22, 310; ἥρπαξε Iliad. 12, 305 Od. 15, 174; ἁρπάξας Iliad. 3, 444. 12, 445. 16, 814; ἁρπάξασα Od. 10, 48; ἁρπάξαν Od. 5, 416; ἁρπάξαντε Iliad. 13, 199; ἥρπασεν Od. 15, 250; ἁρπάσῃ Iliad. 17, 62. Bei den Att. fut. meist ἁρπάσομαι, Ar. Eccl. 866 Xen. Cyr. 7, 2, 5 u. öfter, neben ἁρπάσω Mag. Equ. 4, 17; aor. Att. ἥρπασα u. so fort, ἥρπασμαι, erst Sp. wieder ἁρπάξω, ἡρπάγην, 2. Cor. 12, 2, u. ἁρπαγήσομαι, 1. Thess. 4, 12; vgl. Lob. zu Phryn. 241; κλέψαι καὶ ἁρπάσαι βίᾳ Soph. Phil. 640; vgl. Eur. Tr. 959; ἄξει οὐχ ἑκοῦσαν ἁρπάσας I. A. 1365; μέσον τινά, Einen in der Mitte fassen, Her. 9, 107; ἀπογεύονται ἁρπάζοντες Plat. Rep. I, 3540, d. i. raptim; πεῖράν τιν' ἐχϑρῶν Soph. Ai. 2; μάχαιραν Xen. Cyr. 2, 3, 10; schnell ergreifen, τὰ ὅπλα An. 5, 9, 8, vgl. 6, 3, 18; χώραν, berauben, 1, 2, 27; ὄρος, schnell besetzen, 4, 6, 11; τὴν τῶν Ἑλλήνων εὐχέρειαν Pol. 32, 11, 4; τὸν καιρόν Plut. Dion. 26 u. a. Sp.
-
4 φθέγγομαι
1 utter, proclaim c. acc., ( αἶνος ὃν)Ἄδραστος μάντιν Οἰκλείδαν ποτ' ἐς Ἀμφιάρηον φθέγξατ O. 6.14
καιρὸν εἰ φθέγξαιο P. 1.81
τοιαῦτα μὲν ἐφθέγξατ' Ἀμφιάρηος P. 8.56
c. acc. dupl.,σὲ δ' ἀντία προτέρων φθέγξομαι, τότ Ἀγλαοτρίαιναν ἁρπάσαι O. 1.36
c. acc. & inf., πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίῳ φθέγξαι ἑλεῖν Ἐπιδαύρῳ δι-πλόαν νικῶντ' ἀρετάν N. 5.52
fragg. ] εφθεγξαντο δ' ἐγχώριαι ( ἀνεφθέγξαντο G-H.) Πα. 12. 1. δ' οὐδὲν προσαιτέων ἐφθεγξάμαν ἔπι (i. e. ἐπεφθ.?) fr. 177f. -
5 ἁρπάζω
A- άξω Il.22.310
, Babr.89.2,- άσω X.Eq.Mag.4.17
, ([etym.] ἀν-) E. Ion 1303; in [dialect] Att. more commonly , Ec. 866, Av. 1460, X.Cyr.7.2.5, ([etym.] ἀν-) Hdt.9.59; [var] contr.ἁρπῶμαι, ἁρπᾷ LXX Le.19.13
, al.: [tense] aor.ἥρπαξα Il.3.444
, Pi.N.10.67, IG4.951.11 (Epid.); Trag. and [dialect] Att. , Th.6.101 (also Il.13.528, 17.62, Hdt.2.156): [tense] pf. , Pl.Grg. 481a:—[voice] Med., [tense] aor.ἡρπασάμην Luc.Tim.22
, etc.ὑφ-αρπάσαιο Ar.Ec. 921
):—[voice] Pass., [tense] pf.ἥρπασμαι X.An.1.2.27
, E.Ph. 1079 ([etym.] ἀν-): 3 [tense] plpf. ; laterἥρπαγμαι Paus.3.18.7
, inf.- άχθαι Str.13.1.11
: [tense] aor. 1 ἡρπάσθην Hdt.1.1 and 4, etc.,- χθην Id.2.90
(v.l.), 8.115, D.S.17.74; later, [tense] aor. 2 ἡρπάγην [ᾰ] Lyc.505, etc.: [tense] fut.ἁρπᾰγήσομαι 1 Ep.Thess.4.17
, J.BJ5.10.3; part. ἁρπάμενος (as if from ἅρπημι) AP11.59 (Maced.), Nonn.D.1.340, al., ([etym.] ὑφ-) AP9.619 (Agath.):—snatch away, carry off,ὅτε σε πρῶτον Λακεδαίμονος ἐξ ἐρατεινῆς ἔπλεον ἁρπάξας Il.3.444
; ὡς δ' ὅτε τίς τε λέων.. ἀγέλης βοῦν ἁρπάσῃ ib.17.62; , cf. 5.416;κλέψαι τε χἁρπάσαι βίᾳ S.Ph. 644
;ἁ. τοῦ βασιλέος τὴν θυγατέρα Hdt.1.2
;ἁ. [χρυσὸν] ὑπὲκ τῶν γρυπῶν Id.3.116
;ἁ. καὶ φέρειν Lys.20.17
: abs., to be a robber, ὁτιὴ ’πιώρκεις ἡρπακώς Ar.Eq. 428, cf. Pl. 372; ἁρπάζειν βλέπει looks thievish, Men.Epit. 181:—[voice] Pass. (or [voice] Med.), ἐκ χερῶν ἁρπάζομαι I have her torn from my arms, E.Andr. 661.2 seize hastily, snatch up,λᾶαν Il.12.445
; ;τὰ ὅπλα X.An.6.1.8
; ἁ. τινὰ μέσον seize him by the waist, Hdt.9.107; λίθος ἥτις τὸν σίδηρον ἁρπάζει, of the magnet, Hp.Steril.243: c. gen. of the part seized,ἁ. τινὰ τένοντος ποδός E.Cyc. 400
: c. gen. partit.,ἁ. τούτων ἐνέτραγον Timocl.16.7
: abs., greedily,Pl.
R. 354b:—[voice] Med. in Luc. Sacr.3.3 seize, overpower, overmaster,γλῶσσαν ἁ. φόβος A.Th. 259
; seize, occupy a post, X.An.4.6.11; ἁρπάσαι πεῖραν seize an opportunity of attacking, S.Aj.2;ἁ. τὸν καιρόν Plu.Phil.15
; snap up,ὥσπερ εὕρημα Herod.6.30
.4 seize, adopt a legend, of an author, Hdt.2.156.II plunder, πόλεις, τὰ ἐκ τῶν οἰκιῶν, τὴν Ἑλλάδα, etc., Th.1.5, X.Cyr.7.2.5, D.8.55, etc.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский